-
1 πτύον
πτύον, τό, die Wurfschaufel, mit der das ausgedroschene Getreide auf der Tenne in die Höhe geworfen wurde, um es von der Spreu zu reinigen, ὅτ' ἀπὸ πλατέος πτυόφιν μεγάλην κατ' ἀλωὴν ϑρώσκωσιν κύαμοι, Il. 13, 588, vgl. 5, 500; πρὸς πτύοις πεπλεγμένην, Aesch. frg. 192; Soph. frg. 931; Sp. πτέον; vgl. Lob. Phryn. 321. – Auch ein Getreidemaaß; davon δίπτυον, bei den Cypriern der halbe Medimnos, Hesych.
См. также в других словарях:
μέσακτος — (I) μέσακτος και μεσάκτιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακτών, στη μέση τής θάλασσας, ο μεσοπέλαγος («τὰς ἀγχιάλους ἐκράτυνε μεσάκτους», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ἀκτή]. (II) μέσακτος, ον (Α) ο σπασμένος στη μέση («μέσακτα… … Dictionary of Greek